- συνεκθνησκω
- συνεκθνῄσκωσυν-εκθνῄσκωвместе умирать
συνεκθανεῖν τῷ πώματι шутл. Eur. — напиться до бесчувствия
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκθανεῖν τῷ πώματι шутл. Eur. — напиться до бесчувствия
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκθνήσκω — ΜΑ συναποθνήσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθνῄσκω «πεθαίνω, λιποθυμώ»] … Dictionary of Greek
συνεκθανεῖν — συνεκθνήσκω aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκτέθνηκα — συνεκθνήσκω perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)